σχιζαία

σχιζαία
η, Ν
βοτ. γένος πτεριδοφύτων τής οικογένειας σχιζανίδες, ορισμένα είδη τού οποίου καλλιεργούνται σε τροπικές ιδίως περιοχές ως καλλωπιστικά σε θερμοκήπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizaea (< σχίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχιζαιίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια πτεριδοφύτων που ανήκει στην τάξη πολυποδιώδη, τής κλάσης πολυποδιόψιδα ή, σύμφωνα με άλλα συστήματα κατάταξης, μοναδική οικογένεια τής τάξης σχιζαιώδη, η οποία περιλαμβάνει 4 γένη και 160 περίπου είδη, τα περισσότερα από τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”